- ἀργυρένδετος
- ἀργῠρ-ένδετος, ον,A overlaid with silver,
κύλικες IG11(2).161
B79 (Delos, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύλικες IG11(2).161
B79 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αργυρένδετος — ἀργυρένδετος, ον (Α) ο δεμένος, ο διακοσμημένος με άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ένδετος < ενδέω (Ι) «προσδένω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
ἀργυρένδετος — overlaid with silver masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρένδετον — ἀργυρένδετος overlaid with silver masc/fem acc sg ἀργυρένδετος overlaid with silver neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρενδέτοις — ἀργυρένδετος overlaid with silver masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρενδέτους — ἀργυρένδετος overlaid with silver masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρενδέτων — ἀργυρένδετος overlaid with silver masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρένδετα — ἀργυρένδετος overlaid with silver neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρένδετοι — ἀργυρένδετος overlaid with silver masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek